- τριακονταετηρίς
- τριακονταετηρίςperiod of thirty yearsfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριακονταετηρίδα — τριακονταετηρίς period of thirty years fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταετηρίδες — τριακονταετηρίς period of thirty years fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταετηρίδι — τριακονταετηρίς period of thirty years fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταετηρίδος — τριακονταετηρίς period of thirty years fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Экономос — (правильнее Икономос; Константин Οικονόμος, 1780 1857) новогреческий церковный писатель, пресвитер, сын священника, родом из Фессалии. Был учителем в смирнской гимназии; во время греческого восстания бежал в Россию, где жил долгое время,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
τριακονταετηρίδα — η / τριακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ, και τριακονθετηρίς και τριακοντετηρίς, Α 1. περίοδος τριάντα ετών, τριακονταετία 2. επέτειος ή εορτή για τη συμπλήρωση τριακονταετίας από αξιόλογο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ἐτηρίς (πρβλ. πεντηκοντα… … Dictionary of Greek
τριακονταετηρικός — ή, όν, Α [τριακονταετηρίς] ο σχετικός με την τριακονταετηρίδα … Dictionary of Greek